μεταλλίζω
German (Pape)
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
Greek Monolingual
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.
[Seite 149] Einen zur Bergwerksarbeit verurteilen, Pandect.
μεταλλίζω (ΑM) μέταλλον
καταδικάζω κάποιον να εργάζεται στα μεταλλεία.