καθελκύω
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.