αἰνιγματικῶς
Spanish
de manera enigmática, de manera enigmática u oscura, de manera oscura
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματικῶς: αἰνιγματωδῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 80.
de manera enigmática, de manera enigmática u oscura, de manera oscura
αἰνιγματικῶς: αἰνιγματωδῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 80.