περαιόω

Revision as of 19:11, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

   A carry over or across, στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε Th.4.121, cf. Plu.Crass.10, al.; π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.66.1 ; ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Plu.2.196c: metaph., ἡ ψυχὴ διὰ φιλοσοφίας ἐπεραιώθη Arist.Mu.391a12 : c. dupl. acc., τοὺς λοιποὺς π. τὸ ῥεῖθρον Plb.3.113.6:—Pass. (with fut. Med. in Th.1.10), pass over, cross, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Od.24.437 ; πῶς περαιωθήσομαι; Ar.Ra.138 (nowh. else in Poets) ; περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ' ἀλλήλους Th.1.5 ; περαιωθείς Id.4.120 ; ἐς νῆσον π. Id.5.109 ; εἰς τὴν Ἀσίαν X.An.7.2.12 : c. acc. loci, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Hdt.1.209; περαιωθείς (sc. τὸν Ἑλλήσποντον) Id.5.14; τὸ πέλαγος Th.1.10; τὸν Ἰόνιον Id.6.34.    2 intr. in Act., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν Id.2.67.    3 in Pass., pass through, of cauteries, Hp.Art.11, cf. Oss.7, Aret.SD1.7.    II = περαίνω, complete a transaction, etc., Leg.Gort.7.11, GDI4998 vii 15, dub. in Epicur.Nat.2.6 :—Pass., ἔνθα αἱ συνουσίαι περαιοῦνται Ruf.Anat.64; ὁ-ούμενος χρόνος Vett.Val.276. 34 :—περαιωθέντων is f.l. for περανθέντων in X.HG2.4.39; περαιοῦται (is bounded) shd. perh. be περατοῦται in Philol.[21].

German (Pape)

[Seite 562] auf das jenseitige Land od. Ufer bringen, übersetzen; μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι, Od. 24, 437; u. so gew. im pass. περαιοῦσθαι, Ar. Ran. 138, wie in Prosa Thuc. 7, 1 u. öfter, περαιωθῆναι, 4, 120. 5, 109; aber auch act., πλοίῳ ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν, 2, 67, vgl. 4, 121; Folgde; Pol. verbindet es mit doppeltem accus., περαιώσας το ὺς λοιποὺς τὸ ῥεῖθρον, 3, 113, 6; περαιοῦσθαι τὸν Πάδον, εἰς τὴν Ἑλλάδα, 1, 3, 6; τὸν ποταμὸν πεπεραιωμένος, 3, 64, 1, u. öfter, u. a. Sp.