προκάλυμμα

Revision as of 19:11, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό,

   A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.).    2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b.    3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι . . π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 727] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.