φευκτιάω
English (LSJ)
Desiderat. from φεύγω, wish to flee, Arist.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 1267] desid. von φεύγω, ich habe Lust, Verlangen zu fliehen, möchte gern fliehen, Arist. bei Schol. Il. 16, 283.
French (Bailly abrégé)
φευκτιῶ :
avoir envie de fuir.
Étymologie: φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτιάω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ φεύγω, ἐπιθυμῶ νὰ φύγω, δεινότατον τῶν ἐπῶν Ὁμήρου τοῦτό φησιν Ἀριστοτέλης, ἐν ᾧ πάντες φευκτιῶσι, καὶ οἰκεῖον βαρβάρων Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 283 (Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 129).
Russian (Dvoretsky)
φευκτιάω: Arst. = φευξείω.