κόπος
English (LSJ)
ὁ, (κόπτω)
A striking, beating, ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (Pauw for κτύπῳ) A.Ch.23 (lyr.); στέρνων κόπους (Seidler for κτύπους) E.Tr.794 (anap.); = κοπανισμός, Hsch. II toil and trouble, suffering, A. Supp.210 (pl.); ἀνδροδάϊκτος κόπος Id.Fr.132ap.Ar.Ra.1265; pain of a disease, S.Ph.880; κόπους παρέχειν τινί to give trouble, Ev.Matt.26.10, al., PTeb.21.10 (ii B. C.), BGU844.10 (i A. D.); κόπον ἔχειν Phld. Mus.p.62 K.; πάντα κ. ἀναδεξάμενος SIG761B6 (Delph., i B. C.). 2 fatigue, Hp.VM21, Gal.6.190; κόπου ὕπο from very weariness, E. Ba.634; κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph.852; κόπῳ δαμέντες, ἁλίσκεσθαι, Id.Rh.764, Th.7.40; τῷ κ. ξυνεῖναι Ar.Pl.321; τὰ γόνατα κ. ἕλοι μου Id.Lys.542: in pl., E.Rh.124; κόποι καὶ ὕπνοι Pl.R.537b, cf. X.Eq. 4.2, 2 Ep.Cor.6.5, etc.; περὶ κόπων title of work by Thphr. 3 work, exertion, καμάραν ἀφ' ἱδίων κόπων ἐποίησεν IG12(7).384 (Amorgos), cf. BGU884.10 (i A. D.); κόπῳ κόπον λύειν prov. in Orib.Eup. 1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1483] ὁ, 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσθαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.