παραίσιος
English (LSJ)
ον,
A of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.
German (Pape)
[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.
ον,
A of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.
[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.