μύλαξ
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.
German (Pape)
[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).