στροβιλώδης
English (LSJ)
ες,=
A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.
German (Pape)
[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.
ες,=
A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.
[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.