κατακληΐς
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, Ion. for κατακλείς.
German (Pape)
[Seite 1353] ῗδος, ἡ, ion. = κατακλείς, Verschluß, βελέμνων, Köcher, Callim. Dian. 82.
ῖδος, ἡ, Ion. for κατακλείς.
[Seite 1353] ῗδος, ἡ, ion. = κατακλείς, Verschluß, βελέμνων, Köcher, Callim. Dian. 82.