Adv., (μοῦνος)
A singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.
[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.