ον,
A = ἄρρητος, acc. to Hsch.; but also ἄοιμος· ἄπορος ἢ ἀληθὴς ἢ ἀπρόστυχος, Id.
[Seite 272] ohne Weg; nach Hesych. = ἀπόῤῥητος, von οἴμη.