ῐκος, ὁ,
A tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας) ; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.
[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.