γαμόρος

Revision as of 14:58, 14 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, Dor. for γημόρος (q.v.).

Spanish (DGE)

v. γεωμόρος.

German (Pape)

[Seite 473] dor. = γημόρος, s. γεωμόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμόρος, ὁ Dor. voor γεωμόρος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γεωμόρος.

Russian (Dvoretsky)

γᾱμόρος: дор. = γεωμόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾱμόρος: Δωρ. ἀντὶ γημόρος.

Greek Monolingual

ο
βλ. γεωμόρος.

Greek Monotonic

γᾱμόρος: ὁ, Δωρ. αντί γημόρος.

English (Woodhouse)

(see also: γημόρος) landowner