πλειονότητα

Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.