η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέοντο μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτωναρχ.1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.