ὑδραύλης
English (LSJ)
ὑδραύλου, ὁ, one who plays the hydrostatic organ (ὕδραυλις), POxy.93.2 (iv A. D.), Cod.Just.10.48.4; also ὕδραυλος, ὁ, SIG737.4 (Delph., i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1173] ὁ, der die Wasserorgel, ὕδραυλις spielt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδραύλης: -ου, ὁ, ὁ παίζων τὴν ὕδραυλιν, Ἀρχ. Μαθ. 180.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα αρσ. σε -ης].