ῥάσσω

Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_4)

English (LSJ)

Att. ῥάττω, (κατα-) Plb.10.48.7, (συρ-) D.H.8.18: fut.

   A ῥάξω LXX Is.9.11(10), (ξυρ-) Th.8.96: aor. ἔρραξα D.54.8, Apollod. Com.22, (συν-) X.HG7.5.16:—Pass., fut. (in med. form) ῥάξομαι (καταρ-) Plu.Caes.44: aor. ἐρράχθην LXX Da.8.10, (ἐπι-) D.H.8.18:— like ἀράσσω, strike, dash, τινὰ εἰς τὸν βόρβορον D. l.c.; overthrow, τινας LXX Is. l.c.    2 in Ion. form ῥήσσω, of dancers, beat the ground, dance, ῥήσσοντες ἁμαρτῇ μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο Il.18.571; οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο h.Ap.516; for which A.R. 1.539 has in full, ὥστε . . πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι:—so also αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος Euph.51.9; ῥήσσειν τύμπανα beat them violently, AP 7.709 (Alexander). [ῥάσσω (ῥάττω) prob. has ᾱ by nature, as shown by Ion. ῥήσσω: cf. ἀράσσω:—the Ion. form is found also in the κοινή, as LXX Wi.4.19, Ev.Marc.9.18, Ev.Luc.9.42, Arr.Epict.1.20.9.]

German (Pape)

[Seite 834] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ χεῖλος διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. ῥήσσω u. ἀράσσω.