-ατος, τό, = ἔχθρα (hatred, enmity), Hsch.
[Seite 1125] τό, = ἔχθρα, Hesych.
ἔχθρασμα: τό, = ἔχθρα, Ἡσύχ.
ἔχθρασμα, τὸ (Α) εχθραίνω(κατά τον Ησύχ.) έχθρα.