ἄτοιχος

Revision as of 08:29, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion''" to "E.''Ion'' ")

English (LSJ)

ἄτοιχον, unwalled, E.Ion 1133, D.C.74.4.

Spanish (DGE)

-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: , τοῖχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.

Greek Monotonic

ἄτοιχος: -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ.

German (Pape)

περιβολαὶ σκηνωμάτων, eine Umhegung, die keine Wand ist, Eur. Ion. 1133.

Russian (Dvoretsky)

ἄτοιχος: не обнесенный стенами, т. е. открытый (περιβολαὶ σκηνωμάτων Eur.).

Middle Liddell

unwalled, Eur.