διαπεύθομαι

Revision as of 21:47, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).

Spanish (DGE)

investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.

German (Pape)

[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés;
poét. c.
διαπυνθάνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.

Russian (Dvoretsky)

διαπεύθομαι: Aesch. = διαπυνθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.

Greek Monolingual

βλ. διαπυνθάνομαι.

Greek Monotonic

διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

poet. for διαπυνθάνομαι Aesch.]