οὐρανόθι
English (LSJ)
Adv.
A in heaven, in the heavens, οὐρανόθι πρό Il.3.3, expld. by Sch.A as = ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ (like Ἰλιόθι πρό or ἠῶθι πρό); v.l. οὐρανόθεν.
German (Pape)
[Seite 417] im, am Himmel; οὐρανόθι πρό, Il. 3, 3, erklären die Alten πρὸ οὐρανοῦ, ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ und vergleichen Ἰλιόθι πρό u. ἠῶθι πρό.