λόγχιμος

Revision as of 21:52, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λόγχιμον, of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

German (Pape)

κλόνοι, Lanzengetümmel, Aesch. Ag. 393.

Russian (Dvoretsky)

λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λόγχῐμος, ον λόγχη
of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, Aesch.