ἀπολούω
English (LSJ)
I c. acc. rei, wash off, λούειν ἄπο βρότον Il. 14.7:—Med., ὄφρ' . . ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι that I may wash the brine from off my shoulders, Od.6.219; of baptism, ἀ. τὰς ἁμαρτίας Act.Ap.22.16. 2 c. acc. pers., wash clean, Ar.V.118 (ἀπέλου for ἀπέλοε, v. λούω), Pl.Cra.405b, 406a:—Med., wash away from oneself, λούσασθαι ἄπο βρότον αἱματόεντα Il.23.41; τὸ σῶμα ἀπελούετο Longus 1.13: in archaic style, ἀπολούμενος Luc.Lex.2, cf. Ath.3.97e,98a. 3 c. acc. pers. et rei, ὄφρα τάχιστα Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον might wash the gore off him, Il.18.345: c. gen. rei, καί μ' ἀπέλουσε λύθρου Epigr.Gr.314.6 (Smyrna). 4 ἀπολουσέμεναι· κολ[λ]οβώσειν (Cypr.), Hsch.; cf. ἀπολέπω.
German (Pape)
[Seite 313] abwaschen, Il. 14, 7 λούσῃ ἄπο βρότον; τινά τι, Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον 18, 345; Plat. Crat. 405 b; ἀπέλου Ar. Vesp. 118. – Med., sich abwaschen, ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι Od. 6, 219; εἰ πεπίθοιενΠηλείδην λούσασθαι ἄπο βρότον Iliad. 23, 41; ἀπολούσασθαι τὸ πρόσωπον, sich das Gesicht waschen, Long. 1, 11.