βρωμητής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-αο, ὁ rebuznador e.d. el burro Nic.Fr.74.30.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Νίκ. παρ΄ Ἀθην. 683C.
-αο, ὁ rebuznador e.d. el burro Nic.Fr.74.30.
βρωμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Νίκ. παρ΄ Ἀθην. 683C.