ἀντακολουθέω

Revision as of 17:02, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινι" to "τινι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

to be reciprocally implied, of the virtues, Chrysipp.Stoic.3.72, cf. S.E.P.1.68 (abs.); ἀ. ἀλλήλαις αἱ εὐφύειαι Anon. in Tht.11.16; οὐδὲ ἀ. ἀλλήλαις [ἀκμὴ καὶ λαμπρότης] Hermog.Id.1.10, cf. Them. in Ph.150.29.

Spanish (DGE)

estar recíprocamente implicado c. dat. ἀλλήλοις, -αις: τὰς δὲ ἀρετὰς ... ἀ. ἀλλήλαις Chrysipp.Stoic.3.72, Apollod.Stoic.3.261, cf. Plu.2.1046e, ἀλλήλαις αἱ εὐφύειαι Anón.in Tht.11.16, διὸ οὐδὲ ἀντακολουθοῦσιν ἀλλήλαις, ἀλλ' ἡ μὲν ἀκμὴ πάντως ἔχει τι καὶ λαμπρότητος Hermog.Id.1.10 (p.273), ἀλλήλοις ἀντακολουθεῖ τὰ νῦν καὶ ὁ χρόνος Them.in Ph.150.29
abs. τῶν ἀρετῶν ἀντακολουθουσῶν S.E.P.1.68.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen, gegenseitig folgen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ἀντακολουθῶ :
suivre à son tour, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἀκολουθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰκολουθέω: τὰς δ’ ἀρετάς φασιν ἀντακολουθεῖν ἀλλήλαις, ὅτι ἀκολουθοῦσιν ἡ μία τὴν ἄλλην, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχῳ 2.104Ε, πρβλ. Διογ. Λ. 7 125.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰκολουθέω: (взаимно) сопровождать, сопутствовать (ἀλλήλοις Plut., Diog. L.).