ἀπρόβουλος
English (LSJ)
ον,
A = ἀπροβούλευτος, only in Adv. -λως rashly, A.Ch.620 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.