δεκάπλεθρος

Revision as of 13:58, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

δεκάπλεθρον, enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.

Spanish (DGE)

-ον
de diez pletros de longitud προτείχισμα Th.6.102, s. cont. ICr.1.5.21 (Arcades II a.C.), ἐμβαδόν Simp.in Cael.412.8.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάπλεθρος -ον [δέκα, πλέθρον] van tien plethra (ongeveer 300 meter).

Russian (Dvoretsky)

δεκάπλεθρος: протяжением в 10 плетров (т. е. ок. 310 м) (προτείχισμα Thuc.).

Greek Monolingual

δεκάπλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων.

Greek Monotonic

δεκάπλεθρος: -ον, αυτός που περικλείει δέκα πλέθρα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.

Middle Liddell

enclosing ten πλέθρα, Thuc.

Lexicon Thucydideum

decem plethrorum, ten plethra (unit of area), 6.102.2.

Lexicon Thucydideum

decem plethrorum, ten plethra (unit of area), 6.102.2.