ἔκπυρος
English (LSJ)
ον,
A burning hot, Str.15.1.26, v.l. in Hdt.4.73; σῶμα Sor.2.54 : metaph., ἵππου βλέμμα Poll.1.192 : neut. pl. as Adv., τί μ' ἔκπυρα λούεις; AP5.81 (v.l. for ἔμπ-).
ον,
A burning hot, Str.15.1.26, v.l. in Hdt.4.73; σῶμα Sor.2.54 : metaph., ἵππου βλέμμα Poll.1.192 : neut. pl. as Adv., τί μ' ἔκπυρα λούεις; AP5.81 (v.l. for ἔμπ-).