καθελίσσω

Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_3)

English (LSJ)

Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),

   A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος . . τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον . . κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι . . κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις . . καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8.    II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.