τοιχορύκτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
ου, ὁ,
A = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.