ἐκτολυπεύω
English (LSJ)
A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).
A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).