ἔκπραξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A exaction, IG12.6.30 ; δανείων D.S.1.79 :—Dor. ἔσπραξις Foed.Delph. Pell.2B16.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, das Eintreiben, τῶν δανείων, D. Sic. 1, 79.
εως, ἡ,
A exaction, IG12.6.30 ; δανείων D.S.1.79 :—Dor. ἔσπραξις Foed.Delph. Pell.2B16.
[Seite 776] ἡ, das Eintreiben, τῶν δανείων, D. Sic. 1, 79.