κατακάρδιος
English (LSJ)
ον,
A in or to the heart, πληγαί Hdn.7.11.3.
German (Pape)
[Seite 1352] gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.
ον,
A in or to the heart, πληγαί Hdn.7.11.3.
[Seite 1352] gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.