ἰσχαλέος
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἰσχνός,
A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.
German (Pape)
[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
α, ον, poet. for ἰσχνός,
A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.
[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.