λιπόκωπος
English (LSJ)
ον,
A without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP6.307 (Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.
German (Pape)
[Seite 51] ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.
ον,
A without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP6.307 (Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.
[Seite 51] ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.