ἐκπροκρίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.
[ῑ],
A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).
[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.