προσπασσαλεύω
English (LSJ)
Att. προσπαττ-,
A nail fast to, σε τῷδε . . πάγῳ A.Pr.20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25. II nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.1.144:—Pass., Cratin.164.
German (Pape)
[Seite 776] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.