ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6. II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.
[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.