ἐξυφαίνω
English (LSJ)
A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); [πέπλον] Batr.182; of bees, ἐ. κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι are tissues of membranes, Aret.SA2.7; -ασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7. 2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2. II metaph., finish, ἐ. μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. Id.18.10.3.
German (Pape)
[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Uebertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.