προσστάζω

Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_3)

English (LSJ)

Dor. ποτιστ-,

   A drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.

German (Pape)

[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.