ὁποτέρωθε
English (LSJ)
ὁπότερ-θεν, Ep. ὁπποτ-, Adv.
A from which of the two sides or directions, Il.14.59 ; ὁ. ἂν ᾖ ἡ πληγή Arist.PA691b10 ; ὁποτερωθενοῦν on either of the two sides, Id.APr.61a38.
German (Pape)
[Seite 363] und ὁποτέρωθεν, ep. ὁπποτέρωθεν, correl. zu ποτέρωθεν, von welcher von beiden Seiten her, Il. 14, 59; Suid. erkl. ἀπὸ ποίου μέρους.