κύβεθρον
English (LSJ)
τό,
A = κυψέλη 11, Hsch.; cf. κύβερτον.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, der Bienenstock, die Bienenzellen; s. κυψέλη; VLI.
τό,
A = κυψέλη 11, Hsch.; cf. κύβερτον.
[Seite 1522] τό, der Bienenstock, die Bienenzellen; s. κυψέλη; VLI.