τεκοκτόνος
English (LSJ)
ον,
A = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.
German (Pape)
[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.
ον,
A = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.
[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.