ἰθύτονος
English (LSJ)
ον,=
A ἰθυτενής, στάλικες AP6.187 (Alph.; v.l. -τενῶν).
German (Pape)
[Seite 1246] = ἰθυτενής, στάλικες, Alc. Mit. ep. 2 (VI, 187).
ον,=
A ἰθυτενής, στάλικες AP6.187 (Alph.; v.l. -τενῶν).
[Seite 1246] = ἰθυτενής, στάλικες, Alc. Mit. ep. 2 (VI, 187).