προσπαρακαλέω
English (LSJ)
A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2. 2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.