σκελετός

Revision as of 19:41, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

ή, όν, (σκέλλω)

   A dried up, withered, Κινησίας σ., ἄπυγος Pl.Com.184.3; σ. δάκος Nic. Th.696.    II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος . . Μουσῶν σ. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ σ. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.); κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75.    2 skeleton, Phld. Mort.30, Gal.2.221,222,734, al.    III v. σκελετά.

German (Pape)

[Seite 891] ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.