ῥυμοτομέω
English (LSJ)
πόλιν, (
A ῥύμη 11) divide a town by streets, D.S.17.52, J.BJ 3.5.2:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη Dicaearch. 1.1,12; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Str.12.4.7, cf. Cleom.2.1.
German (Pape)
[Seite 851] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, eintheilen, D. Sic. 17, 52.