κυβικός
English (LSJ)
ή, όν,
A cubic, σχῆμα, εἶδος, Pl.Ti.55c, 55d; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς Secund.Sent.17. Adv.-κῶς cubically, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. Dam.Pr.266. 2 of numbers, raised to the cube. Arist.Pr.910b36.
German (Pape)
[Seite 1523] kubi sch; σχῆμα, εἶδος, Plat. Tim. 55 c u. Sp.; – ἀριθμός, Kubikzahl, Arist. probl. 15, 3 u. Sp. – Auch adv., κυβικῶς κινῆσαι, Plut. de Pyth. or. 22.