προσερείδω
English (LSJ)
pf.
A προσήρεικα Plb.1.11.10, προσερήρεικα Plu.Aem. 19: pf. part. Pass. προσερηρεισμένος Hp.Art.78, Arist.Mech.853a35: —plant or set firmly against, κλίμακας τείχει Plb.4.19.3, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7; πηλὸν τοίχοις Id.2.983b; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a; τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21:—Pass., of a bandage, Gal.14.793. 2 thrust violently against, τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19; τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3 (ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4. II Med., lean upon, τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6. III intr., fix itself, πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5; press against, Ph.Bel.67.31; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10; besiege, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8, cf. 1.11.10.
German (Pape)
[Seite 762] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόθεν προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.